- κολεῷ
- κολεάζωdancefut opt act 3rd sgκολεόνsheathneut dat sgκολεόςsheath of the heartmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BEBRYCE — una fuic ex Danai filiabus, quae suo etiam sponso pepercisse traditut, Eustath. in Dianys. Η῾ Βεβρύκη μὲν, καὶ Υ῾περμνήςτρα μόναι τῶ συνέυνων ἐφείσαντο. Ibidem dicit hanc una cum sponso suo fugisse in regionem, quae post ab ea fuit Bebrycia dicta … Hofmann J. Lexicon universale
τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και … Dictionary of Greek